- δαγκώνω
- και δαγκάνω και δαγκάω και δακώνω (Μ δαγκώνω και δαγκάνω και δακάνω)σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μουνεοελλ.1. έχω τη συνήθεια ή την ιδιότητα να δαγκώνω («πρόσεχε! το σκυλί δαγκώνει»)2. είμαι εκδικητικός3. (για έντομα) τσιμπώ, κεντρίζω4. (για αντικείμενα που πλησιάζουν και περικλείουν μέλος τού σώματος ή κάτι άλλο) συσφίγγω, μαγγώνω5. πληγώνω κάποιον ψυχικά με δηκτικά λόγια6. φρ. α) «δαγκώνει σαν κρυφόσκυλο» — είναι ύπουλοςβ) «σκυλί π' αλυχτάει δεν δαγκώνει» — ο ευέξαπτος άνθρωπος δεν είναι οπωσδήποτε κακόςγ) «δαγκώνει τα σίδερα» — λυσσάει από τον θυμό τουδ) «δαγκώνει τα χείλη του» ή δαγκώνεταικαταπνίγει τα συναισθήματα του, δεν αφήνει τον εαυτό του να εκδηλωθεί για ό,τι βλέπει ή ακούειε) «δάγκωσε τη γλώσσα σου» — μη γρουσουζεύεις, μη λες δυσοίωνα πράγματαστ) «δάγκωσα τη λαμαρίνα» — ερωτεύθηκα τυφλά και με πάθοςμσν.κλέβω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαγκάνω < έδακον, αόρ. τού δάκνω κατά το σχήμα έλαχον-λαγχά νω, έθιγον-θιγγάνω, έλαβον-λαμβάνω, ενώ ο τ. δακάνω προέρχεται από συμφυρμό τών δαγκάνω και δακώνω. Τέλος ο τ. δαγκώνω < δακώνω < δάκος «ζώο τού οποίου το δάγκωμα είναι επικίνδυνο», με επίδραση τού δαγκάνω ή < έδακον, αόρ. τού δάκνω].
Dictionary of Greek. 2013.